Ο Βασίλης Τζανακάρης μάς ταξιδεύει σε Χριστούγεννα μίας άλλης εποχής στις Σέρρες: Οι εσπερίδες στον Ορφέα, το κέντρο του Καρεκλά και τα παιδικά κάλαντα
Πλήρη εικόνα της εορταστικής περιόδου των δεκαετιών του 1950,60 και 70 στην πόλη των Σερρών μάς δίνει με γλαφυρό τρόπο ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Βασίλης Τζανακάρης. Για το Χριστουγεννιάτικο γεύμα που ήταν το ψητό στον φούρνο της γειτονιάς, τον τρόπο διασκέδασης στα οικογενειακά κέντρα της εποχής για όσους είχαν μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες, αλλά και για τους οικονομικά ασθενέστερους, οι οποίοι αρκούνταν σε ένα σουβλάκι ή ένα φλιτζάνι με παγάκια και αμύγδαλα. Τα Χριστούγεννα όμως για τα παιδιά ήταν η προσδοκία για την απόκτηση κάποιου ρούχου, ή παπουτσιού και οι επισκέψεις στις βιτρίνες ύστερα από τα κάλαντα που τραγουδούσαν στις γειτονιές.
«Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν οι επισκέψεις οικογενειών στα διάφορα οικογενειακά κέντρα. Πολλές οικογένειες που είχαν χρήματα επισκέπτονταν το Ντελίς, το Μποέμ, τον Πλάτανο, όπου άκουγαν μουσική, αλλά μπορούσαν και να φάνε ένα χριστουγεννιάτικο δείπνο. Ορισμένοι πήγαιναν σε εσπερίδες και διάφορους χορούς που γίνονταν εκείνην την περίοδο. Πήγαιναν στον Ορφέα, για παράδειγμα, όπου είχε ορχήστρα, επισκέπτονταν το κέντρο του Καρεκλά, αλλά υπήρχε και κόσμος που δεν είχε τέτοιες δυνατότητες και περιοριζόταν, περνώντας τις γιορτές δίπλα στις συκιές στον Κινηματογράφο Πάνθεον, τρώγοντας σουβλάκια και αμύγδαλα. Υπήρχε εκείνη την εποχή ένας συγκεκριμένος τύπος, ο οποίος πουλούσε αμύγδαλα με παγάκια. Σου τα πρόσφερε σε ένα φλιτζάνι, ένα ή δύο, ανάλογα με το τι ήθελες και πλήρωνες. Ήταν πολύ νόστιμο, εμείς περιμέναμε περισσότερο τα αμύγδαλα παρά τα σουβλάκια».
Για τα παιδιά Χριστούγεννα ήταν μόνο τα Κάλαντα
Ο Βασίλης Τζανακάρης θεωρεί ότι για τα παιδιά τα Χριστούγεννα ήταν μόνο τα κάλαντα. Ακόμη πιο έντονα στη φτωχή δεκαετία του 1950, όπου η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη για να λάβει δώρο ένα παιδί. «Εμάς τα παιδιά μάς ενδιέφερε περισσότερο το πώς θα αποκτήσουμε παπούτσια, κανένα σακάκι, κανένα παλτό για το χειμώνα. Υπήρχαν τα καταστήματα όπως ο Μελίδης στην οδό Μεραρχίας, ο Σάββας Παπαστράτος στην Πλατεία Εμπορίου και άλλα που πουλούσαν παιχνίδια. Η δική μας χαρά ήταν να περνάμε από τις βιτρίνες και να βλέπουμε τα παιχνίδια, έχοντας στη τσέπη μας ό,τι είχαμε μαζέψει από πενταροδεκάρες από τα κάλαντα, γιατί συνήθως δεν μας έδιναν χρήματα αλλά φιρίκια, μανταρίνια, καρύδια και καμία φορά μάς έδιναν και ξυλοκέρατα, τα οποία αν τα σπάσεις, υπάρχει ένα κομμάτι ιδιαίτερα γλυκό και το γλύφαμε, λες και ήταν κάτι που μας ηδόνιζε».
«Τα σκυλιά με τα λουκάνικα»
Ο Βασίλης Τζανακάρης θεωρεί εκείνα τα χρόνια πολύ δύσκολα και τα χαρακτηρίζει ασπρόμαυρα. Δίνει μάλιστα και τη δική του εκδοχή στην επικράτηση της λαϊκής φράσης: «Δένανε τα σκυλιά με τα λουκάνικα». «Ήταν δύσκολα χρόνια. Το λέω επειδή τα έζησα τα χρόνια της δεκαετίας του 1950 . Άλλο αν λέμε ότι ήταν ωραία. Εμείς το λέμε γιατί ήμασταν παιδιά. Για τους μεγάλους, που κυνηγούσαν με το τουφέκι το μεροκάματο, ήταν πολύ δύσκολα. Υπήρχαν οι εξορίες, τα κυνηγητά από την αστυνομία, υπήρχε η φυματίωση που θέριζε κυριολεκτικά. Μη νομίζουμε και λέμε τα παλαιά καλά χρόνια «που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα». Εμένα μου λες, έπρεπε να είχες γουρούνι στο σπίτι, κάτι που είχαν πολλές οικογένειες, το οποίο έτρεφαν όλον τον χρόνο και παραμονές των Χριστουγέννων το έσφαζαν, για να έχει η οικογένεια πολλά πράγματα από το γουρούνι, λουκάνικα, κρέας, το παστό και τσιγαρίδες. Η φράση «Δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα τη χρησιμοποιούσαν οι έχοντες και κατέχοντες», αλλά ο λαός δεν ήταν έτσι. Ήταν ένας κόσμος που δούλευε στις γαλαρίες, στα καπνομάγαζα, στα βυρσοδεψεία, γιατί είχαμε και τέτοια πράγματα στις Σέρρες, ήταν ένας κόσμος μεγάλος σε πληθυσμό που περνούσε δύσκολα».
Χριστουγεννιάτικο γεύμα με ψητό στον φούρνο της γειτονιάς
Εικόνα ξεχωριστή, που έχει τυπωθεί στο μυαλό του και τον ακολουθεί πάντα, είναι αυτή του Χριστουγεννιάτικου γεύματος, λέει στο lionnews o Βασίλης Τζανακάρης. «Το πρωί στήνονταν οι Σερραίοι στον φούρνο για να πάρουν το ψητό της οικογένειας. Τότε δεν υπήρχαν ηλεκτρικές κουζίνες, πήγαιναν το ταψί στο φούρνο και τους έλεγε ο φούρναρης ότι θα έρθετε στις 11:30 να το πάρετε. Είχε χαρτάκι με ένα καλαμάκι, το κάρφωνε και ήξερε το ταψί του καθενός».
«Στα σπίτια οι ονομαστικές εορτές και η ώρα του γλυκού»
Ο Βασίλης Τζανακάρης θυμάται ότι οι Σερραίοι μαζεύονταν στα σπίτια, περισσότερο στις ονομαστικές γιορτές, παρά την περίοδο των Χριστουγέννων. Ο ίδιος μας λέει: «Στα σπίτια οι Σερραίοι μαζεύονταν περισσότερο στις ονομαστικές εορτές. Ήταν κάτι σαν πανηγύρι. Περίμενες να φύγει κάποιος για να έρθεις εσύ, τόσο μεγάλη επισκεψιμότητα υπήρχε κατά την διάρκεια των εορτών, κάτι που δεν υπάρχει καθόλου σήμερα. Τώρα είναι το κινητό, στέλνεις ένα μήνυμα η παίρνεις ένα τηλέφωνο και τελειώνει η υπόθεση. Τότε οι επισκέψεις ήταν καθιερωμένες και εμείς τα παιδιά περιμέναμε πότε θα μας πάρουν οι γονείς μας επίσκεψη – γιατί πήγαιναν με τα παιδιά, πού να τα άφηναν, δεν είχαν πάντα να τα αφήνουν σε κάποιον. Περιμέναμε πότε θα βγει το γλυκό, ή το φοντάν, τα σοκολατάκια μαργαρίτες που μας άρεσαν υπερβολικά».
«Ζούσα όλα τα Χριστούγεννα»
Τέλος, ο Βασίλης Τζανακάρης μάς λέει ότι δεν ξεχωρίζει κάποια ιδιαίτερη περίοδο των Χριστουγέννων που να έχει συνδυαστεί με κάποιο ξεχωριστό γεγονός. «Θυμάμαι όλα τα Χριστούγεννα, γιατί ήμουν παιδί της πιάτσας, ζούσα την καθημερινότητα, είχα φίλους τσαγκάρηδες, κουρείς, μηχανικούς αυτοκινήτων, γιατί ο πατέρας μου είχε ταξί. Πολλές φορές με έπαιρνε μαζί του στα δρομολόγια και επικοινωνούσα με την καθημερινότητα της πόλης πολύ συχνά, δυο τρείς φορές την εβδομάδα οπωσδήποτε. Έτσι μπορούσα να ζήσω την καθημερινότητα και να την ανακαλύψω. Για αυτό και τώρα ξέρω όλες τις γειτονιές, γιατί κάναμε 7-8 μετακομίσεις με την οικογένεια, γνώριζα τις γειτονιές με το παιχνίδι και την ανακάλυψη, με την περιέργεια που διέθετα πάντα, γιατί ήμουν περίεργος, δε στεκόμουν στο τι έβλεπα, κοίταζα και κάτω από αυτό που έβλεπα. Το έψαχνα και αυτό με βοήθησε και επαγγελματικά στη δουλειά μου, στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή των βιβλίων μου».