Ο Θάνος Σταυρίδης σε μία συζήτηση γεμάτη μουσική, έμπνευση και ταξίδια της ψυχής με αφορμή την κυκλοφορία του «Φύγαμε» και τη συναυλία του στο Καφέ Αμάν στις Σέρρες
Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του άλμπουμ με τίτλο «Φύγαμε», αλλά και τη συναυλία που θα δώσει την Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025, στον τόπο όπου τον πρωτοείδαμε και γνωρίσαμε, στο Καφέ Αμάν συναντήσαμε τον Θάνο Σταυρίδη για μια συζήτηση γεμάτη μουσική, έμπνευση και ταξίδια της ψυχής.
Ο σπουδαίος ακορντεονίστας και συνθέτης μιλά στο Jack for Lionnews για τις ιστορίες πίσω από τις νότες, τις συνεργασίες του και το όραμα που συνοδεύει κάθε του δημιουργία. Μιλά επίσης για την αξία της αποδοχής και της ενσωμάτωσης, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων που τιμήθηκε πριν από λίγες ημέρες.

-Τι σηματοδοτεί για εσάς ο τίτλος «Φύγαμε»; Είναι κάλεσμα για μουσικό ταξίδι, προσωπική φυγή ή κάτι άλλο;
Το όνομα της μπάντας με την οποία παίζουμε παρέα τις μουσικές μου – κυρίως από το 2016 και τον πρώτο προσωπικό μου δίσκο με μία «Με μια βαλίτσα όνειρα» – είναι Drom, που στη γλώσσα των Ρομά (οι κατεξοχήν μουσικοί των Βαλκανίων) σημαίνει δρόμος. Το «Φύγαμε» λοιπόν θα μπορούσε να είναι μια προτροπή για να ξεκινήσει ένα γλέντι, αυτή τη φορά στον δρόμο των μουσικών παραδόσεων της Μακεδονίας.
-Πώς θα περιγράφατε τον ήχο αυτού του άλμπουμ σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές σας; Έχει κάτι νέο ή διαφορετικό;
Καταρχάς, σε σχέση με τα «Με μια βαλίτσα όνειρα» και «Spicy Margarita», το «Φύγαμε» είναι εξ ολοκλήρου παιγμένο από το ίδιο line-up. Η βασική διαφορά, βέβαια, είναι ότι αυτή τη φορά δεν παίζουμε δικό μου υλικό, αλλά μουσικές που παίζονται στα γλέντια της Μακεδονίας – και όχι μόνο – εδώ και πάνω από 50 χρόνια.
-Ποιες μουσικές επιρροές κυριαρχούν στο «Φύγαμε»; Υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο ή όργανο που παίζει κεντρικό ρόλο;
Στο «Φύγαμε» εντάσσουμε τον παραδοσιακό ήχο στο σήμερα, προσθέτοντας του τον “ηλεκτρισμό”, ένα στοιχείο που υπάρχει στα πανηγύρια που, ενώ έχει ήδη από το ‘70 στα πανηγύρια, στη δισκογραφία αφαιρείται με μια ας το πούμε εμμονή αποστείρωσης που πηγάζει από το φόβο του «να μη χαλάσουν» τα κομμάτια. Πιστεύω ακράδαντα ότι όταν υπάρχει γνώση και αισθητική, τίποτα δεν χαλάει. Απλά παραδίδεται στις επόμενες γενεές μπολιασμένο με το ύφος της εποχής στην οποία ηχογραφείται. Το οργανολόγιο που χρησιμοποιείται είναι τύμπανα, ηλεκτρικό μπάσο, ηλεκτρική κιθάρα, ακορντεόν, κλαρίνο και σαξόφωνο. Τα τρία τελευταία παίζουν τις μελωδίες με μια ανάσα, σαν να ήταν ένα όργανο.

-Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για τη δημιουργική διαδικασία πίσω από το άλμπουμ; Υπήρχαν στιγμές πρόκλησης ή έμπνευσης που ξεχωρίζετε;
Ξεκινήσαμε να γράφουμε λίγο πριν το πρώτο lockdown και θέλαμε ο δίσκος να ηχογραφηθεί «ζωντανά», ταυτόχρονα από όλους μας. Όπως οι μεγάλες rock και jazz παραγωγές των δεκαετιών του ’60 και ’70. Βέβαια ενώ είχαμε γράψει το περισσότερο υλικό, μας πέτυχαν τα lockdown και αναγκαστήκαμε κάποια πράγματα να τα προσθέσουμε μετά όπως πχ με τις κιθάρες που έπαιξε ο Μάριος. Στιγμή έμπνευσης θα έλεγα το «vassilis dream», στο οποίο ζήτησα από τον Βασίλη να παίξει δυο ταξίμια και τα τοποθέτησα το ένα πάνω στο άλλο σαν να έπαιζαν δύο άτομα και το αποτέλεσμα ήταν μαγικό.
-Πώς έχει ανταποκριθεί το κοινό μέχρι στιγμής; Υπάρχει κάποιο μήνυμα που θα θέλατε να περάσετε μέσα από αυτό το έργο;
Ο δίσκος, ήδη στους δύο πρώτους μήνες κυκλοφορίας, βρίσκεται στα Top 20 των Transglobal World Music Charts, έχουμε πολύ καλές κριτικές από παραγωγές και περιοδικά κι ο κόσμος στα live μας ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο.
Αν θα είχα να πω κάτι σαν μήνυμα είναι το εξής: ο τόπος της μακεδονικής γης μας κουβαλάει όλους, ήδη από τα βάθη της αρχαιότητας και οι λαϊκές μας παραδόσεις είναι όλες τόσο «μαζί» σμιλεμένες που δεν γίνεται να τραβήξουμε σύνορα και να πούμε ευδιάκριτα «αυτό είναι δικό μου, εκείνο είναι δικό σου». Δεν γίνεται πχ να έχουμε όλοι μία λέξη για το σεβντά ή το μεράκι ή τη μπέσα αλλά να διαχωρίζουμε τον τρόπο έκφρασής τους.

-Η μουσική των Drom διατρέχει σύνορα, μνήμες και ταυτότητες. Πώς βλέπετε τη δύναμη της μουσικής να γεφυρώνει τον πόνο και την απώλεια που βιώνουν οι πρόσφυγες;
Η μουσική ανέκαθεν είχε τη δύναμη της επούλωσης πληγών. Ειδικά στα Βαλκάνια βλέπουμε πως με όργανα συνοδεύουν σε πολλές περιοχές τον νεκρό στην τελευταία του κατοικία. Οπότε ίσως είναι κι από τους λίγους τρόπους που μπορεί κάποιος που έχασε πατρίδα και οικεία πρόσωπα να πιαστεί. Εξάλλου, μέσα στις μουσικές κατοικούν οι κοινές μνήμες και έτσι μπορεί να ταξιδέψουν μέσα στα χρόνια ενώνοντας όσους τις μοιράζονται.
-Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων, τι μήνυμα θα θέλατε να στείλετε – ως καλλιτέχνης αλλά και ως άνθρωπος – για την αξία της αποδοχής και της ενσωμάτωσης;
Δυστυχώς ζούμε σε μια εποχή που τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν επικίνδυνα και μάλιστα πάνω από τα κεφάλια μας. Ο άνθρωπος δυστυχώς είναι το μόνο ον που ναι ικανό για μεγαλεία αλλά και για τα χειρότερα. Είναι τραγικό ειδικά εδώ στο βορρά όπου σε μεγάλο ποσοστό κατοικούν πρόσφυγες που ήρθαν από τον Πόντο, τη Μ.Ασία, τη Ανατολική Θράκη, την Πόλη να αντιμετωπίζουν με ρατσισμό τους πρόσφυγες των τελευταίων 10-15 χρόνων. Αυτό που πολύ καίρια έχει γραφτεί «οι παππούδες μας πρόσφυγες, κι εμείς ρατσιστές;». Δυστυχώς η ανθρωπότητα υποφέρει από την κοντή της μνήμη. Αν μπορούσαμε οι λαοί να καταλάβουμε πόσα μπορούμε να πετύχουμε «μαζί» διώχνοντας όλους αυτούς που μας θέλουν «απέναντι» , τα πράγματα θα ήταν μαγικά. 28 χρόνια γυρνάω τον κόσμο παίζοντας μουσική. Όταν βγουν τα όργανα και πέσουν οι πρώτες άμυνες ενάντια στην κάθε διαφορετικότητα, πάντα καταλήγουμε να γλεντάμε όλοι σαν αδέρφια.