Με πείσμα και όραμα: Το Κέντρο Μνήμης Μπέλες Β΄ Π.Π και η πορεία της Άγκιστρο Δράση ενάντια στη λήθη
Ξεκίνησα να καταλαβαίνω τι σημαίνουν τα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά» πολύ πριν μάθω την ιστορία τους. Παιδί ακόμα, κάθε Πάσχα και καλοκαίρι, έπαιζα στις υπόγειες στοές του Λίσσε, στο χωριό της μητέρας μου, χωρίς να συνειδητοποιώ ότι περπατούσα μέσα στη μνήμη. Αργότερα, ως δημοσιογράφος , αυτή η μνήμη επέστρεψε με έναν τρόπο σχεδόν απαιτητικό, σαν να ζητούσε τον λόγο.
Έτσι φτάσαμε στο 2012, όταν στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα έγραψα ένα δισέλιδο ρεπορτάζ για την τραγική κατάσταση των οχυρών της Γραμμής Μεταξά. Ο τίτλος ήταν σκληρός, ίσως και προκλητικός: «Πουλάνε τα Οχυρά Ρούπελ για σκραπ στη Βουλγαρία». Δεν ήταν κυριολεξία – ήταν κραυγή. Μια προσπάθεια να ταρακουνηθούν συνειδήσεις. Το ρεπορτάζ έφτασε μέχρι τη Βουλή, έγιναν ερωτήσεις, ακούστηκαν βαρύγδουπες διαβεβαιώσεις. Το αποτέλεσμα; Τίποτα. Απόλυτο τίποτα. Και εκεί κατάλαβα ότι στην Ελλάδα, η μνήμη δεν αρκεί να υπάρχει. Πρέπει να τη διεκδικείς.
Το ταξίδι μου στο Βερντέν της Γαλλίας, λίγα χρόνια αργότερα, με σόκαρε. Είδα πώς ένας τόπος μαχών μπορεί να μετατραπεί σε τόπο ζώσας ιστορίας, εκπαίδευσης, σεβασμού και οικονομικής ανάπτυξης για μια ολόκληρη περιοχή. Είδα πώς οι Γάλλοι, μεθοδικά, υπεύθυνα, με αυτοπεποίθηση, κατάφεραν να μετατρέψουν το τραύμα σε πολιτισμό και το παρελθόν σε δύναμη. Γύρισα πίσω αλλά δεν γύρισα ήσυχος. Είχα μέσα μου ένα «και γιατί εμείς όχι;».
Τότε ήταν που οι δρόμοι μου συναντήθηκαν με ανθρώπους στο Άγκιστρο. Ανθρώπους με το ίδιο πάθος, την ίδια ανάγκη, την ίδια τρέλα. Την καλή τρέλα. Μαζί αρχίσαμε να ονειρευόμαστε. Ήταν το 2015 όταν καταθέσαμε στον τότε δήμαρχο Σιντικής, Φώτη Δομουχτσίδη, την πρόταση για μια αναβιωτική εκδήλωση στο Ρούπελ. Πιστεύαμε ότι αυτή η μάχη άξιζε να ξαναζήσει, όχι για να παίξουμε πόλεμο, αλλά για να θυμίσει ποιοι είμαστε, τι έγινε εδώ, τι κόστισε και τι σήμαινε. Ο δήμαρχος τότε την αγκάλιασε. Και παρ’ όλα τα εμπόδια, τις μικρότητες, τις αντιδράσεις, τις καχυποψίες διαφόρων, η αναβίωση του Ρούπελ έγινε θεσμός. Έφτασε δέκα χρόνια ζωής. Κι έφερε κόσμο. Κι έδωσε ταυτότητα. Κι απέδειξε έμπρακτα ότι αυτός ο τόπος μπορεί να φέρει επισκέπτες αξιοποιώντας και αυτού του είδους θεματικό τουρισμό.
Από εκεί και πέρα, ως Κοιν.Σ.Επ. «Άγκιστρο Δράση», το όραμά μας μεγάλωσε. Ζητήσαμε να μας παραχωρηθεί μια εγκαταλελειμμένη στοά της Γραμμής Μεταξά για να τη μετατρέψουμε σε ένα κέντρο βιωματικής μνήμης. Θέλαμε οι επισκέπτες να μπαίνουν μέσα και να νιώθουν. Όχι να βλέπουν ένα άδειο τσιμεντένιο κουφάρι, αλλά να βιώνουν εκείνον τον Απρίλη του ’41. Καταθέσαμε προτάσεις στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, στο ΓΕΣ, στο ΤΕΘΑ. Συναντήσαμε Αρχηγούς, διευθυντές, υπηρεσιακούς. Πήραμε επαίνους, χαμόγελα, παρηγορητικές φράσεις, «το βλέπουμε με ενδιαφέρον», «θα το εξετάσουμε». Και μετά σιωπή. Μια σιωπή χρόνια. Μια αόρατη άρνηση που δεν τολμά να πει «όχι», αλλά φροντίζει να μην γίνει ποτέ «ναι». Στο μεταξύ, τα οχυρά ρημάζουν, λεηλατούνται, χάνονται. Σαν να τους αξίζει η εγκατάλειψη. Σαν να φοβόμαστε τη μνήμη, επειδή μας βάζει μπροστά στις ευθύνες μας.
Στα 40 μου είχα την ορμή του ξεκινήματος. Στα 50 μου είχα πια την αντοχή της εμμονής. Κι όμως, μετά από δέκα χρόνια προσπαθειών, βρισκόμασταν ακόμη στο ίδιο σημείο. Τότε αποφασίσαμε ότι δεν θα περιμένουμε άλλο. Περάσαμε στο Plan B’. Δημιουργήσαμε μόνοι μας, χωρίς τυμπανοκρουσίες και χωρίς άδειες που δεν έρχονταν ποτέ, το νέο «Κέντρο Μνήμης Μπέλες Β΄ Π.Π», στο Νέο Πετρίτσι, που άνοιξε την περασμένη Παρασκευή τις πόρτες του. Με πρόγραμμα Leader, αλλά και με δικούς μας πόρους, προσωπικούς και συλλογικούς. Το ανοίξαμε. Το λειτουργούμε. Και στεκόμαστε απέναντι σε κάθε μικροπολιτικό σκοτάδι που χρόνια παλεύει να μας κλείσει το δρόμο.
Το Κέντρο άνοιξε και από την πρώτη κιόλας μέρα το επισκέφθηκαν μαθητές σχολείου. Αυτή η πρώτη επίσκεψη ήταν για εμάς η πιο ουσιαστική δικαίωση, γιατί απέδειξε ότι ο αγώνας πιάνει τόπο. Όταν τα παιδιά μπαίνουν σε έναν χώρο μνήμης, όταν ρωτούν, όταν ενδιαφέρονται, τότε ξέρεις ότι δεν δουλεύεις για το χθες, αλλά για το αύριο. Ο τόπος που μεταδίδει τη μνήμη του σε νεότερες γενιές έχει μέλλον. Κι όσο κι αν μας πολέμησαν, εμείς δεν πολεμάμε ανθρώπους. Πολεμάμε τη λήθη.
Το ταξίδι συνεχίζεται. Δεν ξέρω αν θα προλάβω να δω όλα όσα ονειρεύτηκα για τα οχυρά. Ξέρω όμως ότι δεν θα σταματήσω. Κι αν κάτι έμαθα σε αυτά τα δέκα χρόνια, είναι πως καμία αξία δεν σώζεται από μόνη της. Θέλει φωνές. Θέλει χέρια. Θέλει πείσμα. Θέλει ανθρώπους που, ακόμη κι όταν έχουν πάνω τους τον «μ@λακομαγνήτη», συνεχίζουν. Γιατί η μνήμη δεν είναι παρελθόν. Είναι καθήκον.